Αριθμός 705 /2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα, Ε.Τ. .
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 12.12.2017 έφεση κατά της με αριθμό 4231/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν την διατροφή και επιμέλεια ανηλίκων τέκνων (άρθρο 681Β) και ήδη μετά την αντικατάσταση του βιβλίου τέταρτου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας από τα νέα άρθρα 591 έως 645 ΚΠολΔ, ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη,γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495, 511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησής της δεν απαιτείται η προκατάθεση παραβόλου, δεδομένου ότι η σχετική υποχρέωση δεν ισχύει στις διαφορές του άρθρου 592 αριθμ.3 ΚΠολΔ (άρθρο 495 παρ.3εδ.τελ.ΚΠολΔ), ως η προκείμενη, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).
Με την από 3.4.2015 και με αριθμό κατάθεσης ……./3.4.2015 αγωγή της που άσκησε η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την ιδιότητά της ως ασκούσα την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων της ………… και ….. ., που απέκτησε από τις εκτός γάμου σχέσεις της με τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα και έχουν αναγνωρισθεί εκουσίως απ αυτόν ως γνήσια τέκνα του, δυνάμει των αναφερόμενων στην αγωγή συμβολαιογραφικών πράξεων, ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλλει για λογαριασμό αυτών, που στερούνται περιουσίας και εισοδημάτων από οιαδήποτε πηγή και αδυνατούν να αυτοδιατραφούν, ως τακτική σε χρήμα μηνιαία διατροφή τους, το ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ για την …. και το ποσό των χιλίων τριακοσίων (1.300) για τον ……, και δη προκαταβολικώς την πρώτη ημέρα εκάστου μηνός, για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας παροχής μέχρις εξοφλήσεως. Επίσης ζητούσε να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στη δικαστική της δαπάνη. Ο ως άνω εναγόμενος με την από 6.4.2015 και με αριθμό κατάθεσης ……./8.4.2015 αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου σε βάρος της ως άνω ενάγουσας-εναγόμενης ζητούσε να ρυθμισθεί, κατά τον ειδικότερο τρόπο που υποδείκνυε στην αγωγή του, η άσκηση του δικαιώματος του επικοινωνίας του με τα ως άνω ανήλικα τέκνα του ………… και ………….., τα οποία απέκτησε από τις εκτός γάμου σχέσεις του με την εναγομένη, η οποία ασκεί την επιμέλειά τους, και τα οποία έχει αναγνωρίσει εκούσια, δυνάμει των αναφερόμενων στην αγωγή συμβολαιογραφικών πράξεων, καθώς επίσης να απειληθεί κατά της εναγομένης χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδά του σε βάρος της τελευταίας. Επί των αγωγών αυτών, που συνεκδικάσθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν την διατροφή και επιμέλεια τέκνων (άρθρο 681 Β ΚΠολΔ ως αυτό ίσχυε πριν την αντικατάσταση του βιβλίου τέταρτου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας από τα νέα άρθρα 591 έως 645 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν.4335/2015, η ισχύς του οποίου άρχισε από 1.1.2016, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις) εκδόθηκε η με αριθμό 4231/2017 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που α) απέρριψε την αγωγή της ενάγουσας, ως προς το αίτημα επιδίκασης διατροφής για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, ………… και δέχθηκε αυτήν εν μέρει ως βάσιμη και στην ουσία της, ως προς το αίτημα επιδίκασης διατροφής για λογαριασμό του έτερου ανηλίκου τέκνου τους, ήτοι της ……. ., υποχρεώνοντας τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα, για διατροφή της τελευταίας, για διάστημα δύο ετών από την επίδοση της αγωγής, το ποσό των 1150 ευρώ μηνιαίως, εντός του πρώτου τριημέρου εκάστου μηνός, νομιμότοκα από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης ενώ β) δέχτηκε εν μέρει την αγωγή του ενάγοντος ρυθμίζοντας το δικαίωμα επικοινωνίας του με τα ανήλικα τέκνα του κατά τον αναφερόμενο σε αυτήν τρόπο, απειλώντας σε βάρος της εναγόμενης χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση για κάθε περίπτωση παραβίασης της απόφασής του ενώ κήρυξε προσωρινά εκτελεστή αυτή ως προς αμφότερες τις ως άνω διατάξεις της (περί διατροφής και επικοινωνίας). Κατά της αποφάσεως αυτής, και δη κατά τις διατάξεις της, με τις οποίες δέχθηκε εν μέρει την σε βάρος του αγωγή, κατά το αίτημά της περί επιδίκασης διατροφής στην ανήλικη κόρη του, ………. υποχρεώνοντάς τον στην καταβολή του ανωτέρω ποσού, καθώς και κατά τη διάταξή της που δέχθηκε εν μέρει την ασκηθείσα σε βάρος της εναγόμενης-ενάγουσας αγωγή επικοινωνίας, ορίζοντας διάφορο σε σχέση με το αιτούμενο απ αυτόν τρόπο παραπονείται τώρα ο ενάγων-εναγόμενος-εκκαλών, με τους εκτιθέμενους στη έφεσή του λόγους και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε, κατ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, αφ ενός μεν να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η ως άνω αγωγή του αφ ετέρου δε να υποχρεωθεί αυτός στην καταβολή μικρότερου, σε σχέση με το ως άνω επιδικασθέν σε βάρος του ποσό διατροφής.
Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1520 του ΑΚ ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, διατηρεί το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας μ’ αυτό και στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων του ανηλίκου, ως προς την άσκηση του ανωτέρω δικαιώματος, το δικαστήριο καθορίζει τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να γίνεται η επικοινωνία. Το άκρως προσωπικό αυτό δικαίωμα του γονέα για επικοινωνία με το ανήλικο τέκνο του, που αποτελεί συνάμα και καθήκον του, κατοχυρώνεται υπερνομοθετικά από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, ως βασικό στοιχείο για την ανάπτυξη της οικογενειακής ζωής, απορρέει από το φυσικό δεσμό του αίματος και του αισθήματος στοργής προς αυτό, συντελεί δε στην ανάπτυξη του ψυχικού του κόσμου και την εν γένει προσωπικότητά του, γι’ αυτό η άσκησή του αποβλέπει κυρίως στο καλώς εννοούμενο συμφέρον του τέκνου. Για τον καθορισμό της επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο του είναι αδιάφορο για ποιο λόγο οι γονείς δεν ζουν μαζί, ποιος από αυτούς έχει την επιμέλεια του τέκνου και αν αυτός που αξιώνει την επικοινωνία είναι υπαίτιος για τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης ή τη λύση του γάμου τους. Κατά συνέπεια, κατά την κρατούσα στη θεωρία και τη νομολογία άποψη, σε καμιά περίπτωση δεν νοείται πλήρης αποκλεισμός του δικαιώματος της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το ανήλικο τέκνο του. Μπορεί όμως να περιορισθεί το δικαίωμα αυτό, όταν το επιβάλλει το συμφέρον του τέκνου ή όταν υπάρχει σπουδαίος λόγος ή σε περίπτωση που η επικοινωνία αυτή μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ανατροφή του ανηλίκου, οπότε πρέπει η ενάσκηση του σχετικού δικαιώματος να ρυθμισθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε η πραγματοποίηση της επικοινωνίας να γίνεται κάτω από όρους που αποτελούν τις αναγκαίες προφυλάξεις για να εξουδετερωθεί ο δυνάμενος ενδεχόμενα να προέλθει κίνδυνος για το ανήλικο από την επικοινωνία με το συγκεκριμένο γονέα (βλ. και Κ. Παπαδόπουλο, Αγωγές Οικογενειακού δικαίου, 2003, σελ. 321 επ., Βαθρακοκοίλη, ΕρμΑΚ, έκδοση 2003, υπό το άρθρο 1520, αρ. 23 και 40, όπου και παραπομπές στη νομολογία και τη θεωρία). Η ρύθμιση του ανωτέρου δικαιώματος επικοινωνίας λειτουργεί μέσα στο γενικότερο πλαίσιο των διατάξεων που προβλέπουν την άσκηση του δικαιώματος, αλλά και του καθήκοντος των γονέων για τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου τους (άρθρα 1510 επ. ΑΚ), για την οποία ο νόμος (άρθρα 1511 και 1512 ΑΚ) επιτάσσει η ρύθμιση αυτή να αποβλέπει πρωτίστως στο συμφέρον του τέκνου. Το συμφέρον του τέκνου λαμβάνεται υπό ευρεία και γενική έννοια και για τη διαπίστωση της συνδρομής του εξετάζονται σε συνδυασμό και συνθετικά όλα τα επωφελή και πρόσφορα για το ανήλικο τέκνο στοιχεία και περιστάσεις. Για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του τέκνου λαμβάνονται υπόψη τόσο η υποκειμενική πλευρά του παιδιού, η ψυχική του διάθεση και στάση σε σχέση με την επικοινωνία, όσο και αντικειμενικά αξιολογικά κριτήρια. Η ψυχική στάση του παιδιού είναι μεταβλητή, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι έχει δευτερεύουσα σημασία. Η εκτίμηση της υποκειμενικής πλευράς του παιδιού συνδέεται κυρίως με την ανάγκη προστασίας του από την επιβάρυνση και τις συνακόλουθες δυσμενείς επιπτώσεις που θα συνεπαγόταν γι` αυτό μια επικοινωνία που είναι αντίθετη προς τη θέλησή του. Από αντικειμενική άποψη, σημαντικό ρόλο θα διαδραματίζει στη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου η μακροπρόθεσμη (με βάση τη μελλοντική προοπτική) ανάγκη της διατήρησης της επαφής με τον άλλο γονέα και οι επιδράσεις που αυτή έχει στην εν γένει ανάπτυξη και εξέλιξη της προσωπικότητας του παιδιού. Επομένως, το δικαστήριο όταν ρυθμίζει την άσκηση του δικαιώματος της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο του, πρέπει πάντοτε να αποφασίζει με οδηγό το συμφέρον του τελευταίου, αφού ο τρόπος με τον οποίον ασκείται το δικαίωμα επικοινωνίας συνιστά κρίσιμο στοιχείο για την ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, λαμβάνοντας υπόψη του τις προκύπτουσες συντρέχουσες συνθήκες και περιστάσεις κάτω από τις οποίες θα ασκείται η προσωπική αυτή επικοινωνία στη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. ΑΠ 58/2017, ΑΠ 255/2011, ΑΠ 1395/2008, ΕφΘες 2948/2017, δημοσιευμένες στη Νόμος). ΙΙ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 611 ΚΠολΔ, ως αυτή αντικατάσθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν.4335/2015 και ισχύει, κατ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015 από 1.1.2016 (σημειουμένου ότι σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.2 του Ν.4335/2015 οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 εφαρμόζονται για τα κατατεθιμένα από τις 1.1.2016 αγωγές και ένδικα μέσα, ως η προκείμενη έφεση) «Το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο της αγωγής και πριν από κάθε συζήτηση να προσπαθήσει να επιλύσει συμβιβαστικά τη διαφορά, ύστερα από ακρόαση όσων από τους διαδίκους παρίστανται. Ο συμβιβασμός πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου, αλλιώς δε δεσμεύει το δικαστήριο». Η διάταξη αυτή, η οποία εφαρμόζεται και στη δίκη ενώπιον του Εφετείου (βλ. ΕφΠειρ 479/2018, EφΘεσ 2948/2017, δημοσιευμένες στη Νόμος) προβλέπει υποχρέωση και όχι δυνατότητα ή καθήκον του Δικαστηρίου να προσπαθήσει, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο αγωγής, η οποία αφορά οιαδήποτε από τις «λοιπές οικογενειακές διαφορές» του άρθρου 592 αρ.3, ήτοι και την αγωγή επικοινωνίας γονέα και τέκνων, και πριν από κάθε συζήτηση να επιλύσει συμβιβαστικά τη διαφορά, ύστερα από ακρόαση των διαδίκων. Ο συμβιβασμός θα πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου, άλλως, ακόμη και αν λάβει χώρα δε δεσμεύει το Δικαστήριο. Σημειώνεται ότι η εν λόγω διάταξη έχει αντίστοιχο περιεχόμενο προς το πρώην άρθρο 681Γ παρ.2 εδάφιο β ΚΠολΔ (Χ.Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, 4η έκδοση, Αρθρο 611, σελ.1645-1646). Η απόπειρα για τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, παρότι δεν πρόκειται για ιδιωτική υπόθεση δεκτική διαθέσεως, αποσκοπεί στην παροχή ευχέρειας στους διαδίκους, εν όψει της φύσεως της υποθέσεως και των επιπτώσεων στο τέκνο, να αποτρέψουν τη συζήτηση στο ακροατήριο (ΕΑ 2985/2012, δημοσιευμένη στη Νόμος). Περαιτέρω, κατ άρθρο 612 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην κατ έφεση δίκη «Το δικαστήριο στις διαφορές του άρθρου 592 αριθμ.3 περίπτωση β πριν από την έκδοση της απόφασής του, ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου, λαμβάνει υπόψη τη γνώμη του…..(παρ.1). Για την επικοινωνία με το τέκνο, ορίζονται και καταχωρίζονται στα πρακτικά του αρμόδιου δικαστηρίου, ο χρόνος και ο τόπος της συνάντησης, καθώς και ο δικαστής που θα επικοινωνήσει με το τέκνο. Με διαταγή του δικαστηρίου, που καταχωρίζεται επίσης στα πρακτικά, καλείται να παρουσιάσει το τέκνο όποιος διαμένει μαζί του…………….. (παρ.2). Η εν λόγω διάταξη ορίζει (αντίστοιχα προς το πρώην άρθρο 681Γ παρ.3 και 4) ότι το δικαστήριο, κατά την εκδίκαση των διαφορών του άρθρου 592 αριθ.3 περίπτωση β, δηλαδή σε διαφορές ως προς την άσκηση της γονικής μέριμνας και την επικοινωνία με το τέκνο, μπορεί, πριν από την έκδοση της απόφασής του, ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου (άρθρο 1511 ΑΚ) να λάβει υπόψη τη γνώμη του. ΙΙΙ. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 532 και 535 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου έρευνα, διέρχεται τρία στάδια, κατά τα οποία εξετάζονται: πρώτα το παραδεκτό της ασκηθείσας εφέσεως (άρθρο 532 παρ. 1), δεύτερο το παραδεκτό ενός εκάστου των λόγων αυτής και τρίτο το κατ` ουσίαν βάσιμο αυτών (άρθρο 533 παρ. 1). Το βάσιμο ή μη των λόγων της εφέσεως κρίνεται από το Εφετείο από την εκτίμηση του σε αυτό και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο συγκεντρωθέντος εν γένει αποδεικτικού υλικού, συμπεριλαμβανόμενου και του προσκομισθέντος το πρώτον στην κατ` έφεση δίκη κατά τις προϋποθέσεις και τους ορισμούς του άρθρου 529 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ. Το Εφετείο, όμως, του νόμου μη ορίζοντος το αντίθετο, κατά την ορθή έννοια των ως άνω διατάξεων, δεν κωλύεται για την κατά την κρίση του ολοκλήρωση της έρευνας περί της βασιμότητας των λόγων της εφέσεως και την καλύτερη διάγνωση της διαφοράς, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, α) να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις δια των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 339 ΚΠολΔ, β) να διατάξει επανάληψη της συζήτησης, όταν κατά τη μελέτη και διάσκεψη της υπόθεσης παρουσιάστηκαν κενά, που χρειάζονται συμπλήρωση (άρθρο 254 ΚΠολΔ), ώστε μετά την εκτίμηση των διεξαχθησομένων τούτων αποδείξεων καθώς και αυτών που εκτιμήθηκαν από την εκκαλούμενη απόφαση, να κρίνει εάν είναι εσφαλμένη ή μη η πληττόμενη με την έφεση απόφαση και, σε καταφατική περίπτωση, να αποφανθεί περί της βασιμότητας των λόγων της εφέσεως και, εκ τούτου, κατ` επιταγή πλέον του νόμου (άρθρο 535 παρ. 1), να εξαφανίσει τότε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, εφόσον κατά την έννοια της άνω διατάξεως, προϋπόθεση της εξαφανίσεως αυτής (αποφάσεως) είναι η προηγούμενη διάγνωση από το Εφετείο της βασιμότητας των λόγων εφέσεως, η οποία επιτυγχάνεται κυριαρχικά απ` αυτό, κατά τα προεκτεθέντα. Το αντίθετο δεν συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 535 παρ. 1 ΚΠολΔ, αλλά τουναντίον: α) από τη διάταξη του άρθρου 254 παρ. 1 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται, κατά το άρθρο 524 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, και στην κατ` έφεση δίκη, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση και β) από την έχουσα επίσης εφαρμογή στη δευτεροβάθμια δίκη (άρθρο 524 παρ. 1 ΚΠολΔ) διάταξη του άρθρου 245 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, η οποία ορίζει ότι το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει οτιδήποτε μπορεί να συντελέσει στη διάγνωση της διαφοράς, σαφώς προκύπτει ότι το Εφετείο δικαιούται να διατάξει επανάληψη της συζήτησης και να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις, που θα συντελούν στη διάγνωση της βασιμότητας του λόγου εφέσεως και της εν γένει διαφοράς, κατά τα δι` αυτού οριζόμενα όρια, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη (ΟλΑΠ 30/1997, ΑΠ 1844/2011, ΕΘ 149/2015, ΕφΠειρ 303/2015, δημοσιευμένες στη Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση, αντικείμενο της ένδικης διαφοράς είναι, μεταξύ άλλων, η ρύθμιση του ζητήματος της επικοινωνίας του εκκαλούντος-ενάγοντος με τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων, ήτοι ζήτημα για το οποίο είναι υποχρεωτική, κατά την προηγηθείσα νομική σκέψη (υπό στοιχ.ΙΙ), η απόπειρα συμβιβασμού των διαδίκων. Η προϋπόθεση αυτή τηρήθηκε πριν από τη συζήτηση της αγωγής στο Μονομελές Πρωτοδικείο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της εκκαλουμένης, ενώ δεν τηρήθηκε αυτή πριν από τη συζήτηση της έφεσης, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, γεγονός που ήταν απαραίτητο, κατά τα εκτεθέντα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη. Δεν ήταν δε δυνατόν να τηρηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, δοθέντος ότι, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, οι διάδικοι δεν εμφανίστηκαν στο Δικαστήριο τούτο αυτοπροσώπως, αλλά εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, δεν προσκομίζεται από τους διαδίκους, μολονότι διενεργήθηκε, ως προκύπτει από την επισκόπηση της εκκαλουμένης η προβλεπόμενη στο πρώην άρθρο 681Γ παρ.2 εδ.α ΚΠολΔ από 11.1.2016 έκθεση κοινωνικής έρευνας των κοινωνικών λειτουργών της Δ/νσης Κοινωνικής Προστασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικής Υγείας Δήμου Περάματος, …………. και ……….., καθώς και η με αριθμ.πρωτ……/2017 από 13.2.2017 έγγραφη παιδοψυχιατρική εκτίμηση των ως άνω ανηλίκων, διενεργηθείσα, κατόπιν σχετικών εισαγγελικών παραγγελιών από τον παιδοψυχίατρο ………… και την ψυχολόγο ………… του Παιδοψυχιατρικού Τμήματος του Τζάνειου Νοσοκομείου, στην οποία, σημειωτέον, αναφέρεται η εφεσίβλητη στις κατατεθείσες ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου προτάσεις της (πλην, όμως, κατά τα ανωτέρω δεν προσκομίζει), ήτοι αι έγγραφα κρίσιμα για τη διάγνωση της ένδικης διαφοράς, κατά το σκέλος της που αφορά την επικοινωνία του εκκαλούντος-πατέρα με τα τέκνα του, για την ρύθμιση της οποίας παραπονείται ο εκκαλών με την ένδικη έφεσή του, ισχυριζόμενος ότι είναι εξόχως περιορισμένη, αφού δεν επιτρέπει σ αυτόν τη διανυκτέρευση με τα τέκνα του, στην οποία αντιτίθεται η εφεσίβλητη, υποστηρίζοντας ότι το συμφέρον των τέκνων της είναι αυτό που επιβάλλει τον περιορισμό της επικοινωνίας τους με αυτόν και τη μη διανυκτέρευσή τους στην οικία του, επικαλούμενη, μεταξύ, άλλων, και τις ως άνω εκθέσεις. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και για τη συμπλήρωση των εν λόγω ελλείψεων, πρέπει να διαταχθεί η επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο, σύμφωνα με το άρθρο 254 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται, κατά την προηγηθείσα νομική σκέψη (υπό στοιχ.ΙΙΙ) και στην κατ’ έφεση δίκη, προκειμένου α) να εμφανιστούν αυτοπροσώπως στο Δικαστήριο οι διάδικοι γονείς των ανηλίκων, ώστε, μετά την ακρόαση αυτών και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, να γίνει απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς όσον αφορά την επικοινωνία του εκκαλούντος με τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων και β) προσκομιστούν οι ως άνω εκθέσεις. Εξάλλου, ενόψει του ότι τα τελευταία, γεννηθέντα, ο μεν ……., στις 14.8.2012 η δε ….., στις 14.12.2004 είναι σήμερα ηλικίας 7 ετών ο πρώτος και 15 περίπου ετών η δεύτερη αντίστοιχα, το Δικαστήριο κρίνει ότι έχουν την ωριμότητα να αντιληφθούν το συμφέρον τους και τη σημασία της διαφοράς των γονέων τους και συνεπώς κρίνεται αναγκαία η εμφάνισή τους στο Δικαστήριο, ώστε αυτό να έρθει σε επαφή μαζί τους για να ζητηθεί η γνώμη τους, που το Δικαστήριο, κατ άρθρο 612 παρ.1 ΚΠολΔ, λαμβάνει υπόψη του (σημειωτέον ότι η γνώμη του πρώτου εξ αυτών ουδόλως έως σήμερα ακούστηκε, αφού, πρωτόδικα, λόγω της μικρής του τότε ηλικίας κρίθηκε ότι δεν απαιτείται η ακρόασή του). Αλλωστε, κατά την προηγηθείσα υπό στοιχ.Ι νομική σκέψη, για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του τέκνου, που το Δικαστήριο έχει μοναδικό οδηγό για την ρύθμιση της επικοινωνίας του ενάγοντος γονέα με τα τέκνα του, λαμβάνεται, υπόψη, μεταξύ άλλων και η υποκειμενική πλευρά του παιδιού και δη η ψυχική του διάθεση και στάση σε σχέση με την επικοινωνία. Πρέπει, δε, να τα παρουσιάσει στο Δικαστήριο η εφεσίβλητη-μητέρα τους, που ασκεί την γονική μέριμνα αυτών και διαμένει μαζί τους. Τα παραπάνω, διατάσσονται στην παρούσα φάση, χωρίς την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη (υπό στοιχ.ΙΙΙ), ενώ επιφυλάσσεται το Δικαστήριο να εκδώσει την οριστική απόφασή του, ως προς τη βασιμότητα των λόγων της έφεσης, στην επαναληφθησομένη συζήτηση, κατά τα ειδικότερα επίσης εκτιθέμενα στο διατακτικό .
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την έφεση.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά αυτήν.
ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ την έκδοση οριστικής αποφάσεως
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζητήσεως της εφέσεως στο ακροατήριο, προκειμένου α) να εμφανιστούν αυτοπροσώπως οι διάδικοι ενώπιον του Δικαστηρίου, με σκοπό να γίνει απόπειρα για συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, όσον αφορά την επικοινωνία των ανηλίκων τέκνων τους με τον εκκαλούντα καθώς και για να εμφανιστούν τα τελευταία στο Δικαστήριο με την επιμέλεια της εφεσίβλητης-μητέρας τους, με την οποία αυτά διαμένουν, προς το σκοπό να επικοινωνήσει το Δικαστήριο με αυτά και να ακούσει τη γνώμη τους και β) να προσκομισθεί με επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων η από 11.1.2016 έκθεση κοινωνικής έρευνας των κοινωνικών λειτουργών της Δ/νσης Κοινωνικής Προστασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικής Υγείας Δήμου Περάματος, …………. και ……….., καθώς και η με αριθμ.πρωτ……/2017 από 13.2.2017 έγγραφη παιδοψυχιατρική εκτίμηση των ως άνω ανηλίκων, διενεργηθείσα, κατόπιν σχετικών εισαγγελικών παραγγελιών από τον παιδοψυχίατρο Θωμά Κοτζαδημητρίου και την ψυχολόγο ……………. του Παιδοψυχιατρικού Τμήματος του Τζάνειου Νοσοκομείου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στον Πειραιά, στις 3.12. 2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ